-
1 δακτυλογράφος
[дактилографос] ουσ. машинистка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δακτυλογράφος
-
2 машинистка
-
3 машинистка
машинисткаж ἡ δακτυλογράφος. -
4 машинистка
[μασυνίσκα] ουσ. θ. δακτυλογράφος -
5 машинистка
[μασυνίσκα] ουσ θ δακτυλογράφος
См. также в других словарях:
δακτυλογράφος — ο, η 1. αυτός που ξέρει να γράφει με γραφομηχανή 2. υπάλληλος που ασχολείται ειδικά με το γράψιμο στη γραφομηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δακτυλογράφος είναι πιθ. απόδοση ξεν. όρου] … Dictionary of Greek
δακτυλογράφος — ο, η αυτός που γράφει σε γραφομηχανή ή ηλεκτρονικό υπολογιστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
γραφομηχανή — Εκτυπωτική μηχανή σε φύλλο χαρτιού, με χαρακτήρες παρόμοιους με τα στοιχεία του Τύπου. Η μηχανή αυτή λειτουργεί με πλήκτρα και αντικαθιστά τη γραφή με το χέρι. Η γ. στην κανονική της μορφή αποτελείται από το κινητό μέρος της, που ονομάζεται όχημα … Dictionary of Greek
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
δακτυλογραφία — Μέθοδος γραφής που βασίζεται στη χρήση της γραφομηχανής. Ο όρος δ. προέρχεται από το γεγονός ότι οι μηχανές αυτές λειτουργούν με χτύπημα ή άγγιγμα του δάχτυλου σε κατάλληλα πλήκτρα, στο καθένα από τα οποία αντιστοιχεί ένας ή περισσότεροι… … Dictionary of Greek
δακτυλογραφώ — ( έω) [δακτυλογράφος] γράφω με γραφομηχανή … Dictionary of Greek
σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων … Dictionary of Greek